- σάπφειρος
- οβλ. ζαφείρι, το.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σάπφειρος — lapis lazuli fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάπφειρος — Πολύτιμος λίθος, με βαθύ γαλάζιο χρώμα, εξαιτίας των ιχνών σίδηρου και τιτάνιου που περιέχει. Τα σημαντικότερα κοιτάσματα σ. βρίσκονται στη Σρι Λάνκα, στην Ταϊλάνδη και στην Αυστραλία. Ονομάζεται και ανατολικός σ. για να διακρίνεται από άλλους… … Dictionary of Greek
σαπφείροιο — σάπφειρος lapis lazuli fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπφείροις — σάπφειρος lapis lazuli fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπφείρου — σάπφειρος lapis lazuli fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπφείρους — σάπφειρος lapis lazuli fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπφείρων — σάπφειρος lapis lazuli fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπφείρῳ — σάπφειρος lapis lazuli fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάπφειροι — σάπφειρος lapis lazuli fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάπφειρον — σάπφειρος lapis lazuli fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)